- μαμαζέλ
- και μαμζέλ, ηβλ. ματμαζέλ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματμαζέλ — και μαμζέλ και μαμαζέλ, η (άκλιτο) η δεσποινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mademoiselle < ma + demoiselle (υστερολατ. dominicella)] … Dictionary of Greek